συνεκδοχή

συνεκδοχή
η
(συντ.), σχήμα λόγου κατά το οποίο λέγεται το ένα αντί των πολλών, το μέρος αντί του όλου, η ύλη αντί αυτού που κατασκευάζεται απ΄ αυτή κτλ.: Να τρώει η σκουριά το σίδερο και η γη τον αντρειωμένο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεκδοχῇ — συνεκδοχή understanding one thing with another fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχή — understanding one thing with another fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχή — η, ΝΜΑ [συνεκδέχομαι] γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί τού συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως β) το μέρος αντί τού όλου και αντιστρόφως γ) η ύλη αντί τού αντικειμένου που… …   Dictionary of Greek

  • συνεκδοχαῖς — συνεκδοχή understanding one thing with another fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχαί — συνεκδοχή understanding one thing with another fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχῆς — συνεκδοχή understanding one thing with another fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχήν — συνεκδοχή understanding one thing with another fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχῶν — συνεκδοχή understanding one thing with another fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικός — ή, ό / συνεκδοχικός, ή, όν, ΝΑ [συνεκδοχή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνεκδοχή 2. αυτός που λέγεται κατά συνεκδοχή. επίρρ... συνεκδοχικώς / συνεκδοχικῶς ΝΜΑ, και συνεκδοχικά Ν κατά συνεκδοχή μσν. μερικώς αρχ. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • Synecdoche — is taken from Greek sinekdohi (συνεκδοχή), meaning simultaneous understanding (PronEng|si nek duh kee) (pronounced IPA|). a figure of speech in which:* a term denoting a part of something is used to refer to the whole thing, or * a term denoting… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”